- τυποκλόπος
- ο нарушитель Авторского права
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυποκλόπος — ο, Ν 1. αυτός που ενεργεί τυποκλοπία 2. σπαν. λογοκλόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο κλόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
τυποκλοπώ — Ν διαπράττω τυποκλοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυποκλόπος. Η λ., στον λόγιο τ. τυποκλοπέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
βιβλιοκάπηλος — ο 1. αυτός που παράνομα εκδίδει και διακινεί βιβλία. 2. αυτός που αισχροκερδεί εκδίδοντας ξένα βιβλία, ο τυποκλόπος: Ο νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας μάς προστατεύει από τους βιβλιοκάπηλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)